μυριοκαταπικραίνω

μυριοκαταπικραίνω
μυριοκαταπικραίνω (Μ)
λυπώ, στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + καταπικραίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”